-
1 ἐπασσύτερος
A one upon another, one after another, mostly in pl.,ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Il.4.427
; .[277]; σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι watchers sat one after another, i.e. at short distances, Od.16.366;τριηκοσίας πέτρας πέμπον ἐ. Hes.Th. 716
;ἐ. ποσὶν ἕρπον Nic.Th. 717
: and in sg., κῦμα.. ὄρνυτ' ἐπασσύτερον wave upon wave, Il.4.423.II frequent, repeated, : with sg. word, ἐ. οὖρος, perh. following breeze or ever-freshening, A.R.1.579; and so ἐ. βιότοιο χρησμοσύνη ever-growing penury, Id.2.472. (Perh. from ἐπ-αν (α) -ς (ε) υ-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπασσύτερος
См. также в других словарях:
επασσύτερος — ἐπασσύτερος, α, ον (Α) 1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.) 2. συχνός, επαναλαμβανόμενος 3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα 4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει… … Dictionary of Greek